- φλυαρῇ
- φλυᾱρῇ , φλυαρέωtalk nonsensepres subj mp 2nd sgφλυᾱρῇ , φλυαρέωtalk nonsensepres ind mp 2nd sgφλυᾱρῇ , φλυαρέωtalk nonsensepres subj act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
List of Little Miss characters — The following is a list of Little Miss characters from the children s book series by Roger Hargreaves; the series was also adapted into The Mr. Men Show. Books one (Little Miss Bossy) to thirty (Little Miss Somersault) were written by Hargreaves… … Wikipedia
αηδονολαλούσα — η 1. αυτή που έχει γλυκιά φωνή σαν τού αηδονιού («η κιθάρα μου η αηδονολαλούσα») 2. (ειρωνικά) γυναίκα φλύαρη και ψεύτρα ή με γλώσσα χυδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετοχή τού αηδονολαλώ σε χρήση επιθέτου] … Dictionary of Greek
αλογοφαγάς — ο (θηλ. φάγισα ή ισσα) 1. αυτός που τρώει αλογήσιο κρέας (σε παραδόσεις ή λαϊκά παραμύθια) 2. το θηλ. α) γυναίκα φλύαρη και αδιάντροπη β) γυναίκα ανδροπρεπής γ) πλεονέκτρια, αχόρταγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + φαγάς] … Dictionary of Greek
βυζαντινολογία — και βυζαντιολογία, η 1. η επιστήμη που εξετάζει την ιστορία, τη φιλολογία, την τέχνη και τη ζωή των Βυζαντινών 2. φλύαρη και άσκοπη συζήτηση, βυζαντινισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βυζαντινολόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
γλωσσοκοπάνα — η φλύαρη και αυθάδης γυναίκα … Dictionary of Greek
γλωσσού — η φλύαρη και αυθάδης γυναίκα … Dictionary of Greek
κλώσσα — η 1. η όρνιθα που επωάζει τα αβγά της ή που έχει νεοσσούς 2. ονομασία τού αστερισμού τής Πλειάδας 3. μτφ. υβριστικός χαρακτηρισμός για ιδιότροπη και φλύαρη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κλώσσουσα, αμάρτυρη μτχ. ενεστ. τού κλώσσω] … Dictionary of Greek
κυράτσα — και κυράτζα και κεράτσα, η (Μ κυράτζα και κυράτσα και κεράτσα και κυράκα) κυρά, αρχόντισσα νεοελλ. 1. η γιαγιά, η μάμμη 2. (ιδίως ο τ. κεράτσα) δύστροπη, φλύαρη και κουτσομπόλα γυναίκα μσν. 1. μάννα 2. θεία 3. αγαπημένη, καλή 4. (ως τίτλος… … Dictionary of Greek
κωτιλάς — κωτιλάς, άδος, ἡ (Α) 1. φλύαρη 2. (στους Βοιωτούς) το χελιδόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. θηλ. τού κωτίλος*] … Dictionary of Greek
λαδικό — Πεδινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 90 μ.) στην πρώην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, 18 χλμ. ΝΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκιλλούντος. * * * το [λάδι] 1. λαδερό 2. μτφ. φλύαρη και… … Dictionary of Greek